ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΕΡΕΥΝΩΝ

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ
Ανατολική Γερμανία:

Παλιά Δημοκρατία της Κεντρικής Ευρώπης, η οποία δημιουργήθηκε το 1949 μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Ανατολική Γερμανία εγκαθιδρύθηκε όταν η χώρα της Γερμανίας διασπάστηκε σε Δυτική Γερμανία και Ανατολική Γερμανία. Η Ανατολική Γερμανία βρισκόταν υπό την κυβέρνηση ενός κομμουνιστικού καθεστώτος και αργότερα έγινε βασικό μέλος της Σοβιετικής Ένωσης.

ανοίγω το δρόμο:

δημιουργώ μια ευκαιρία· παρέχω τα μέσα για να κάνω ή να φτάσω κάτι.

αντιμετωπίζω:

αντικρίζω κάτι χωρίς να ταράζομαι ή να το αποφεύγω. Η ικανότητα να αντιμετωπίζει κανείς είναι στην πραγματικότητα η ικανότητα να είναι εκεί, άνετα και να αντιλαμβάνεται.

απωθητικός:

μη φιλικός ή απειλητικός.

άρμα μάχης τύπου Σέρμαν:

άρμα μάχης των στρατιωτικών δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, της Γαλλίας και της Αγγλίας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945). Πήρε το όνομά του από τον διάσημο στρατηγό Ουίλιαμ Τέκιουμσε Σέρμαν (1820- 1891), στον Εμφύλιο Πόλεμο της Αμερικής (1861-1865). Χρησιμοποιείται μεταφορικά ως αναφορά για τον πραγματικό λόγο που υπάρχει πίσω από μια κατάσταση ή για κάποιον που προσπαθεί να σταματήσει τη ροή των πραγμάτων.

αρνητικό σημείο:

ο καθένας από τους διάφορους συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους μια αναμετάδοση πληροφοριών ή μια κατάσταση μπορεί να γίνει παράλογη. Κάθε ένα δεδομένο που δίνεται ως αληθές αλλά που στην πραγματικότητα διαπιστώνεται ότι είναι παράλογο.

βάζω την άμαξα πριν από το άλογο:

αναφέρεται σε γεγονότα κατά τα οποία οι ενέργειες γίνονται με λάθος ή ανάποδη σειρά εξαιτίας της μη ορθολογικής σκέψης.

βαλβίδα:

οποιαδήποτε συσκευή ή αγωγός που ρυθμίζει τη ροή κάποιου υγρού ή αερίου, όπως για παράδειγμα η βαλβίδα που ρυθμίζει τη ροή του ατμού σε ένα μηχανοστάσιο. Ο ατμός αυτός παράγεται υπό πολύ υψηλή πίεση και είναι πολύ καυτός. Εάν σπάσει μια βαλβίδα σε μία τέτοια γραμμή ατμού, η γραμμή πρέπει να κλείσει αμέσως προς επιβεβαίωση ότι ο πεπιεσμένος ατμός δε θα διαρρεύσει από τη σπασμένη βαλβίδα, γιατί θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρό έγκαυμα σε όποιον βρίσκεται κοντά.

Γιατί (το):

λόγος ή αιτία. Ο πραγματικός λόγος για μια θετική ή μη βέλτιστη κατάσταση.

γραμμή επικοινωνίας:

η διαδρομή κατά μήκος της οποίας μία επικοινωνία μεταδίδεται από ένα άτομο σε ένα άλλο.

γυμνασιάρχης:

το ανώτερο μέλος του ακαδημαϊκού προσωπικού ενός σχολείου που έχει και διοικητικά καθήκοντα.

Δημόσιες Σχέσεις:

η πρακτική μέθοδος ή το επάγγελμα της εγκαθίδρυσης, διατήρησης ή βελτίωσης ευνοϊκών σχέσεων μεταξύ ενός ιδρύματος ή ατόμου και του κοινού.

εκλογικεύω:

ερμηνεύω ή εξηγώ από λογική σκοπιά.

εκμεταλλεύομαι:

χρησιμοποιώ κάτι ή κάποιον προς όφελός μου.

έμφυτος:

που σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά με τα οποία κάποιος έχει γεννηθεί.

εν αγνοία:

ασυναίσθητα, χωρίς επίγνωση.

εναρμονίζομαι:

επιφέρω συνοχή ή συμφωνία σε δύο ή περισσότερα αντικρουόμενα πράγματα, φέρνω σε αρμονία.

ενέργεια:

ενεργή προσήλωση και αφοσίωση κάποιου στο καθήκον ή στη δουλειά.

επιφυλακή (σε):

σε εγρήγορση, σε ετοιμότητα.

ερασιτέχνης:

κάποιος που ενδιαφέρεται για μια τέχνη ή επιστήμη απλώς και μόνο για να περνάει το χρόνο του και χωρίς σοβαρή μελέτη.

έρχομαι αντιμέτωπος:

βρίσκω μία δυσκολία ή πρόβλημα στο δρόμο μου.

θετικό σημείο:

κάθε μία από τις διάφορες καταστάσεις οι οποίες υφίστανται όταν μια κατάσταση ή περίσταση είναι λογική. Τα θετικά σημεία δείχνουν πού υπάρχει λογική και πού τα πράγματα βαίνουν σωστά ή ενδέχεται να βαίνουν σωστά.

θεωρητικός:

που βασίζεται ή σχετίζεται με τη θεωρία ή τις θεωρίες, με προτεινόμενες εξηγήσεις οι οποίες δεν έχουν αποδειχτεί πλήρως ως γεγονότα.

ιδανικό:

εξαιρετικό ή τέλειο· επίσης κάτι που είναι το τέλειο υπόδειγμα.

ιδεολογία:

τα δόγματα, οι γνώμες ή ο τρόπος σκέψης ενός ατόμου, τάξης, κ.λπ.· συγκεκριμένα το σύνολο των ιδεών στο οποίο βασίζεται ένα πολιτικό, οικονομικό ή κοινωνικό σύστημα.

ιθύνοντες:

οι αρχές (δημόσιες) ως σύνολο.

ικανότητα:

μία από τις δυνάμεις της διάνοιας όπως η μνήμη, η λογική ή ο λόγος.

καθεστώς:

μορφή διακυβέρνησης ή εξουσίας, πολιτικό σύστημα.

κακώς κείμενο:

κατάσταση ή περίπτωση που κάτι είναι λάθος, ελλιπές ή λανθασμένο.

καπάκι φακών:

μία αλεξίφωτη προστατευτική συσκευασία από καουτσούκ ή μέταλλο σε σχήμα σωλήνα, που τοποθετείται γύρω από τον φακό μιας φωτογραφικής μηχανής για να τον προστατέψει από ανεπιθύμητο φως. Ο φακός της φωτογραφικής μηχανής επιτρέπει στο φως να εισέλθει στη φωτογραφική μηχανή ώστε να τραβήξει φωτογραφία. Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες όμως, μια πηγή φωτός μπορεί να χτυπήσει το φακό με λάθος τρόπο και αυτό να έχει ως αποτέλεσμα το φως να φτάσει και στο φιλμ. Για να αποφύγουμε κάτι τέτοιο, τοποθετούμε το καπάκι γύρω από το φακό.

κατασκοπεία:

ότι σχετίζεται με τη συλλογή, διανομή και αξιολόγηση πληροφοριών, ειδικά μυστικών πληροφοριών όσον αφορά κάποιον εχθρό ή δυνητικό εχθρό.

κέρδος:

η επίτευξη οποιασδήποτε επιθυμητής βελτίωσης. Παραδείγματα κερδών για ένα άτομο θα ήταν να αυξήσει την ικανότητά του να επικοινωνεί, να βιώνει ένα αυξημένο αίσθημα ευεξίας ή να αποκτήσει μεγαλύτερη βεβαιότητα για κάποιο τομέα της ζωής του.

κ.Μάργκατροϊντ:

επινοημένο όνομα.

κωδικοποιώ:

τακτοποιώ και ταξινομώ, ειδικά νόμους, σε ένα οργανωμένο και κατανοητό σύστημα.

λογική:

το αντικείμενο ή η ικανότητα να σκέφτεται κάποιος λογικά· ο συνδυασμός διαφορετικών παραγόντων προς μια απάντηση.

λουστραρισμένο:

επικαλυμένο με βερνίκι, ένα γυαλιστερό, ρευστό παρασκεύασμα που προστατεύει επιφάνειες. Εδώ χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει κάτι που έχει ελκυστική επιφάνεια αλλά δεν είναι τόσο μοντέρνο και προηγμένο όσο φαίνεται.

λοχίας:

κατώτερος αξιωματικός του στρατού των ΗΠΑ, της Αεροπορίας ή του Σώματος των Πεζοναυτών, συχνά υπεύθυνος για την εκπαίδευση των στρατευμάτων.

Λυκούργος:

(γύρω στο 800 π.Χ.). Σπαρτιάτης νομοθέτης ο οποίος λέγεται ότι εγκαθίδρυσε την κυβέρνηση που έφερε τη Σπάρτη στο σημείο να είναι η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στην Ελλάδα.

λύνω:

κάνοντας κάτι (μια αμφιβολία, συναίσθημα ή πεποίθηση) να εξαφανιστεί.

μοίρα:

η τύχη κάποιου στη ζωή, το πεπρωμένο του.

νόμισμα, άλλη πλευρά του:

η άλλη οπτική γωνία κάποιου πράγματος. Η φράση προέρχεται από το γεγονός ότι ένα νόμισμα έχει δύο πλευρές συνήθως με διαφορετική μορφή η καθεμία.

Νταμπ-ιν:

να υποθέτεις ή να έχεις μια ψευδή, παραπλανητική αντίληψη. Η λέξη νταμπ-ιν χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την οπτική ανάκληση που είναι φανταστική. Ο όρος βγαίνει από τη βιομηχανία του κινηματογράφου. Όταν κάνεις νταμπ ιν κατά την παραγωγή μιας ταινίας, προσθέτεις ήχους σε μία εικόνα αφού έχει ολοκληρωθεί το γύρισμα. Αυτή η διαδικασία (νταμπ-ιν) έχει ως αποτέλεσμα ένα χαλκευμένο ήχο, ο οποίος φαίνεται στο κοινό ότι είναι ο πραγματικός ήχος που ακουγόταν κατά το γύρισμα. Όμως στην πραγματικότητα έχει δημιουργηθεί ή μερικώς ή εξ’ ολοκλήρου στο στούντιο αρκετά μετά την ολοκλήρωση του γυρίσματος, και μετά έγινε το «νταμπ-ιν». Έτσι το νταμπ-ιν είναι κάτι που έχει τοποθετηθεί και φαίνεται ότι συνέβη στην πραγματικότητα αλλά δε συνέβη.

όπισθεν ολοταχώς:

το γύρισμα στις προπέλες ενός πλοίου προς την αντίθετη κατεύθυνση έτσι ώστε να ακινητοποιηθεί εντελώς (όταν το πλοίο κινείται προς τα εμπρός). Ένα μεγάλο πλοίο που κινείται με ταχύτητα ίση με 32 χιλιόμετρα την ώρα, κάνει περίπου 732 μέτρα να σταματήσει σε περίπου 4 λεπτά. Ένα πλοίο δεν έχει φρένα συνεπώς πρέπει να αντιστρέψει την κατεύθυνση στις προπέλες του ώστε να σταματήσει εντελώς. Η μανούβρα αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί εάν ένα πλοίο κινδυνέψει να συγκρουστεί με κάτι όπως για παράδειγμα με άλλο πλοίο.

Πανεπιστήμιο της Λειψίας:

γερμανικό πανεπιστήμιο που ιδρύθηκε στη Λειψία, πόλη της κεντροανατολικής Γερμανίας. Στα τέλη του 18ου αιώνα αναπτύχθηκαν από τον Γερμανό ψυχολόγο και φυσιολόγο Γουίλχελμ Γουντ (1832-1920) η μοντέρνα ψυχολογία και το παραπλανητικό δόγμα ότι ο Άνθρωπος δεν είναι κάτι περισσότερο από ζώο. (Ο Γουίλχελμ Γουντ ειδικεύτηκε στη μελέτη των έμβιων όντων και στους τρόπους με τους οποίους λειτουργούν τα μέλη και τα όργανά τους).

παράλογο:

κάτι που δεν είναι λογικό ή αποκλίνει από την ορθή σκέψη.

παραπλανητικό:

που έχει τη φύση της ψευδαίσθησης, ψεύτικο, μη πραγματικό.

παραπληροφόρηση:

ψεύτικες πληροφορίες, όπως ας πούμε η ενημέρωση για τη στρατιωτική δύναμη, ή τα στρατιωτικά –κυρίως άλλων χωρών– που ανακοινώνονται δημοσίως στις ειδήσεις.

Παρέκκλιση:

μια απομάκρυνση από τη λογική σκέψη ή συμπεριφορά. Παράλογη σκέψη ή συμπεριφορά. Αυτό σημαίνει βασικά το να σφάλεις, να κάνεις λάθη, ή πιο συγκεκριμένα να έχεις έμμονες ιδέες που δεν είναι αλήθεια. Η λέξη χρησιμοποιείται επίσης και με την επιστημονική της έννοια. Σημαίνει απομάκρυνση από μια ευθεία γραμμή. Αν μια γραμμή έπρεπε να πάει από το Α στο Β, τότε αν ήταν παρεκκλίνουσα, θα πήγαινε από το Α σε κάποιο άλλο σημείο, σε κάποιο άλλο σημείο, σε κάποιο άλλο σημείο, σε κάποιο άλλο σημείο, σε κάποιο άλλο σημείο και τελικά θα έφτανε στο Β. Με αυτή την έννοια, αυτό θα σήμαινε επίσης την έλλειψη ευθύτητας ή το να βλέπεις διαστρεβλωμένα όπως, για παράδειγμα, ένας άντρας που βλέπει ένα άλογο αλλά νομίζει ότι βλέπει έναν ελέφαντα. Η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά θα ήταν η λάθος συμπεριφορά, ή η συμπεριφορά που δεν υποστηρίζεται από τη λογική. Η παρέκκλιση είναι αντίθετη προς τη πνευματική υγεία, που θα ήταν το αντίθετό της. Από τη λέξη παρεκκλίνω, παρά + εκ + κλίνω, απομακρύνομαι από την πορεία μου.

παρόντας χρόνος:

ο χρόνος που κυλάει τώρα και γίνεται παρελθόν τόσο γρήγορα όσο παρατηρείται. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται αόριστα για το περιβάλλον που υφίσταται τώρα.

πειστικός:

που μπορείς να τον πιστέψεις γιατί τον αποδέχεσαι ως αληθινό.

πηγαίνω στα τυφλά:

περιπλανιέμαι (διανοητικά) προσπαθώντας να καταλάβω κάτι, αλλά χωρίς να έχω συγκεκριμένη τακτική ή προορισμό.

ποταπός:

υπερβολικά κακός ή δυσάρεστος, τιποτένιος.

προκαλώ:

επιφέρω, έχω ως αποτέλεσμα.

προπαγάνδα:

πληροφορίες, κυρίως προκατειλημμένης ή παραπλανητικής φύσης, που χρησιμοποιούνται για να προωθήσουν ή να δημοσιοποιήσουν μια συγκεκριμένη υπόθεση ή άποψη.

προσφερόμενος:

που παρουσιάζεται για εξέταση ή αποδοχή, που συστήνεται ως πρόταση.

Σαηεντολογία:

Σαηεντολογία είναι η εφαρμοσμένη θρησκεία που ασχολείται με τη μελέτη της γνώσης, η οποία μέσω της εφαρμογής της τεχνολογίας της μπορεί να επιφέρει επιθυμητές αλλαγές στις καταστάσεις της ζωής. Αναπτύχθηκε επί ένα τρίτο του αιώνα από τον Λ. Ρον Χάμπαρντ. Ο όρος Σαηεντολογία προέρχεται από τη λατινική λέξη scio (που σημαίνει «γνωρίζω», με την πληρέστερη έννοια της λέξης) και την ελληνική λέξη λόγος (μελέτη κάποιου θέματος). Η Σαηεντολογία ορίζεται περαιτέρω ως «η μελέτη του πνεύματος και η ενασχόληση μ’ αυτό σε σχέση με το ίδιο, τα σύμπαντα και την υπόλοιπη ζωή.

Σέρλοκ Χολμς:

Άγγλος ντετέκτιβ της μυθιστοριογραφίας του δέκατου ένατου αιώνα, δημιούργημα του συγγραφέα Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ (1859- 1930). Οι ασυνήθιστες δυνάμεις του Χολμς –παρατήρηση, μνήμη και εξαγωγή συμπεράσματος μέσω της καθαρά επιστημονικής λογικής– τον κατέστησαν ικανό να αναγνωρίζει εγκληματίες και να επιλύει μυστήρια σε υποθέσεις που είχαν αποτύχει όλοι οι υπόλοιποι ντετέκτιβς. Συχνά αποδίδει την ικανότητά του να σκέφτεται λογικά στο συνάδελφο και καλύτερό του φίλο Δρ. Ουάτσον, ο οποίος είναι και ο αφηγητής των ιστοριών.

σκοπός:

μία αρχή που υποστηρίζεται έντονα από μερικούς ανθρώπους. Ένας ποταπός σκοπός είναι ένας σκοπός που προωθείται από κάποιον ως ζωτικός αλλά στην πραγματικότητα επιφέρει μόνο θάνατο και καταστροφή, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με έναν πόλεμο ή παρόμοια κατάσταση όπου υποφέρουν πολλοί άνθρωποι.

Σπάρτη:

πόλη της αρχαίας Ελλάδας διάσημη για τις δυνάμεις του στρατού της.

στρατηγική:

Ο όρος «στρατηγική» προέρχεται από τη λέξη στρατηγός –που με τη σειρά της προέρχεται από τις λέξεις «στρατός» και «άγω» (= οδηγώ)– και από την κατάληξη -ική, που δηλώνει «σχέση προς». Η στρατηγική επομένως, σύμφωνα με τον ορισμό του λεξικού, αναφέρεται σ’ ένα σχέδιο για τη γενική διεξαγωγή ενός πολέμου ή τμήματος αυτού.

στρατόπεδα θανάτου:

στρατόπεδο συγκέντρωσης στο οποίο οι έγκλειστοι έχουν σταλεί για να εκτελεστούν. Τέτοια στρατόπεδα ξεκίνησαν από τα πιστεύω του Γερμανού ψυχολόγου Γουίλχελμ Γουντ (1832-1920), ο οποίος ίδρυσε το πρώτο ίδρυμα πειραματικής ψυχολογίας στη Λειψία της Γερμανίας (1879) και προέβαλε την ιδέα ότι εφόσον η ψυχή του ανθρώπου δεν μπορεί να μετρηθεί με επιστημονικά όργανα, προφανώς δεν υπήρχε, άρα ο Άνθρωπος ήταν ένα ακόμα ζώο. Ήταν τότε περίπου, στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα και στις αρχές του εικοστού όταν οι ψυχίατροι ανέπτυξαν τη θανατηφόρο απάτη της ευγονικής (την υποτιθέμενη βελτίωση της ανθρώπινης φυλής, επιτρέποντας μόνο σε αυτούς που θεωρούνταν ανώτεροι, να κάνουν παιδιά). Αυτό οδήγησε τον Χίτλερ στην ιδέα της δημιουργίας μίας ανώτερης γερμανικής φυλής που θα εξουσίαζε όλους τους άλλους λαούς. Μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (1939-1945) οι ψυχίατροι ευθύνονταν για το θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων, πολλοί από τους οποίους πέθαναν σε στρατόπεδα θανάτου των Ναζί, ως αποτέλεσμα των αποτρόπαιων «ιατρικών» πειραμάτων.

στύβω το μυαλό μου:

σκέφτομαι πάρα πολύ ώστε να κατανοήσω κάτι· κοπιαστική πνευματική εργασία.

συμπυκνώνεται:

προσδίδω σε κάτι μεγαλύτερη περιεκτικότητα απλοποιώντας το.

τακτική:

οι μέθοδοι που εφαρμόζουν τα στρατεύματα, τα πλοία, τα αεροσκάφη κ.λπ. σε μία μάχη, συνήθως όσον αφορά κοντινούς στόχους.

τέρμιναλ:

ένα άτομο, σημείο ή τοποθεσία που μπορεί να λάβει, να αναμεταδώσει ή να στείλει μια επικοινωνία. Ο όρος προέρχεται από το πεδίο των ηλεκτρονικών, όπου τέρμιναλ (ακροδέκτης) είναι ένα από τα δύο σταθερά σημεία μεταξύ των οποίων κινείται μια ροή ενέργειας. Ένα παράδειγμα είναι η μπαταρία του αυτοκινήτου που έχει συνδεδεμένα δύο τέρμιναλ (ακροδέκτες) όπου η ενέργεια ρέει από το ένα προς το άλλο. Στη Σαηεντολογία, δυο άνθρωποι που επικοινωνούν αποκαλούνται τέρμιναλ γιατί η επικοινωνία ρέει μεταξύ τους.

τεχνάσματα (κάνω):

μεταβάλλω ή προσαρμόζω τα δεδομένα, πληροφορίες κ.λπ. που αντιμετωπίζω.

τεχνίτης:

εργάτης με τεχνικές δεξιότητες που φτιάχνει πράγματα με τα χέρια του.

τεχνογνωσία:

η πρακτική ικανότητα και η απαραίτητη γνώση για να γίνει κάτι καλά.

τεχνολογία:

οι μέθοδοι εφαρμογής μιας τέχνης ή μιας επιστήμης, σε αντιδιαστολή με την απλή γνώση αυτής της επιστήμης ή τέχνης. Στη Σαηεντολογία, ο όρος τεχνολογία αναφέρεται στις μεθόδους εφαρμογής των αρχών της Σαηεντολογίας για την βελτίωση των λειτουργιών της διάνοιας και την αποκατάσταση των δυνατοτήτων του πνεύματος, όπως αυτές αναπτύχθηκαν από τον Λ. Ρον Χάμπαρντ.

τροφή (γίνομαι):

υφίσταμαι βλάβη ή επηρεάζομαι, γίνομαι επιρρεπής σε κάτι, ή υπερνικώμαι.

Τυφεκιοφόρος:

οπλίτης του στρατού ξηράς που είναι οπλισμένος με τουφέκι.

υπολοχαγός:

κάποιος που διαθέτει ένα από τα χαμηλότερα αξιώματα του στρατού ή του ναυτικού, ο οποίος κερδίζει το αξίωμά του απο στρατιωτική ή ναυτική ακαδημία.

υπουργός:

ανώτερο μέλος της κυβέρνησης, όπως για παράδειγμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο οποίος είναι υπεύθυνος για ένα τμήμα ή έναν κλάδο της κυβέρνησης.

φιλοσοφικός:

που σχετίζεται με εκείνον τον κλάδο της γνώσης ή της μελέτης (φιλοσοφία)· αυτός που είναι αφιερωμένος στη συστηματική εξέταση βασικών εννοιών, όπως η αλήθεια, η ύπαρξη, η πραγματικότητα και η ελευθερία.

φορτηγό πλοίο:

μεγάλο πλοίο που χρησιμοποιείται για να μεταφέρει αγαθά από το ένα μέρος στο άλλο.

χιλιετία:

Μια περίοδος χιλίων χρόνων.

Χίτλερ:

Αδόλφος Χίτλερ (1889-1945), πολιτικός ηγέτης που οραματίστηκε τη δημιουργία μιας ανώτερης φυλής που θα κυβερνούσε για χίλια χρόνια ως η Τρίτη Γερμανική Αυτοκρατορία. Αναλαμβάνοντας διά της βίας την εξουσία στη Γερμανία το 1933, ξεκίνησε τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο (1939-45) θέτοντας ένα μεγάλο τμήμα της Ευρώπης υπό την κυριαρχία του και σκοτώνοντας εκατομμύρια Εβραίους και άλλους που θεωρούσε κατώτερους. Αυτοκτόνησε το 1945, όταν πλησίαζε η ήττα της Γερμανίας.

χρεωκοπία:

η πλήρης αποτυχία στην επίτευξη στόχου.